- πρόκομμα
- το, -ατοςπροκοπή, πρόοδος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προκόπτω] προκοπή, πρόοδος … Dictionary of Greek
ՈՏՆԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0525 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c գ. πρόκομμα offensio ὁλίσθημα, ὁλίσθησις lapsus πτῶμα casus. Սայթաքումն ոտից. գայթագղութիւն. անկումն. *Ճանապարհք նորա՝ սրբոց ուղիղ են, որպէս անօրինաց ոտնառութիւնք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)